εχθόσδικος
From LSJ
ὁ ναύτης ὁ ἐν τῇ νηῒ μένων βούλεται τοὺς τέτταρας φίλους ἰδεῖν → the sailor staying on the ship wants to see his four friends
Greek Monolingual
ἐχθόσδικος, ἡ (Α)
επιγρ. φρ. «ἐχθόσδικος δίκα» — δίκη εναντίον ξένου, αλλοδαπού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < εχθός «εκτός» + -δικος (< δίκη), πρβλ. έν-δικος, φυγό-δικος].