Οἶνος γὰρ ἐμποδίζει → Vinum impedit → Denn Wein behindert
ἐχθόσδικος, ἡ (Α)επιγρ. φρ. «ἐχθόσδικος δίκα» — δίκη εναντίον ξένου, αλλοδαπού.[ΕΤΥΜΟΛ. < εχθός «εκτός» + -δικος (< δίκη), πρβλ. ένδικος, φυγόδικος].