ὃ γὰρ βούλεται, τοῦθ' ἕκαστος καὶ οἴεται → what he wishes to be true, each person also believes to be true | what he wishes, each person also believes
-η, -ο (ΑΜ εὐάερος, -ον)
(για σπίτι ή τόπο) αυτός που έχει άφθονο, δροσερό αέρα, αυτός που αερίζεται καλά (α. «εὐάερον τὴν πόλιν» β. «ευάερο σπίτι»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -αερος (< αήρ, -ος), (πρβλ. δυσ-άερος, εν-άερος)].