ευάερος

From LSJ

τὸ δ' ἐξαίφνης τὸ ἐν ἀναισθήτῳ χρόνῳ διὰ μικρότητα ἐκστάν → suddenly refers to what has departed from its former condition in a time imperceptible because of its smallness

Source

Greek Monolingual

-η, -ο (ΑΜ εὐάερος, -ον)
(για σπίτι ή τόπο) αυτός που έχει άφθονο, δροσερό αέρα, αυτός που αερίζεται καλά (α. «εὐάερον τὴν πόλιν» β. «ευάερο σπίτι»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -αερος (< αήρ, -ος), (πρβλ. δυσάερος, ενάερος)].