ευχρήματος
From LSJ
Ζῆν οὐκ ἔδει γυναῖκα κατὰ πολλοὺς τρόπους → Nullam esse decuit feminam multis modis → Kein Leben steht der Frau aus vielen Gründen zu
εὐχρήματος, -ον (Α)
πλούσιος, εύπορος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -χρηματος (< χρήμα < χρώμαι), πρβλ. ερασι-χρήματος, φιλο-χρήματος].