ευχρήματος

From LSJ
Revision as of 09:10, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

Ζῆν οὐκ ἔδει γυναῖκα κατὰ πολλοὺς τρόπους → Nullam esse decuit feminam multis modis → Kein Leben steht der Frau aus vielen Gründen zu

Menander, Monostichoi, 198

Greek Monolingual

εὐχρήματος, -ον (Α)
πλούσιος, εύπορος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -χρηματος (< χρήμα < χρώμαι), πρβλ. ερασι-χρήματος, φιλο-χρήματος].