ημιόνειος

From LSJ
Revision as of 09:25, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

εἶταγνώμων μοί πως ἀνίσταται → then my tool suddenly stood up

Source

Greek Monolingual

ἡμιόνειος και ιων. τ. ἡμιόνεος, -α, -ον (Α)
1. αυτός που ανήκει σε ημίονο ή σύρεται από ημίονο («ἅμαξα ἡμιόνειος», Ομ. Οδ.)
2. φρ. «κόπρος ἡμιονείη»
ἡμιονίς, κοπριά ημιόνου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ημίονος + επίθημα -ειος (πρβλ. κύκν-ειος, χελιδόν-ειος)].