δυσφορέω περὶ τὰς ἀναστάσιας → feel ill on getting up
-ές (Α ἡλοπαγής, -ές)ο στερεωμένος με καρφιά, ο καρφωμένος.[ΕΤΥΜΟΛ. < ήλος «καρφί» + -παγής (< επάγην, αόρ. του πήγνυμαι), πρβλ. ξυλο-παγής, προσωπο-παγής].