ηπατηρός

From LSJ
Revision as of 09:35, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

Νέῳ δὲ σιγᾶν μᾶλλον ἢ λαλεῖν πρέπει → Iuvenem magis tacere quam fari decet → Dem jungen Mann steht Schweigen mehr als Reden an

Menander, Monostichoi, 375

Greek Monolingual

ἡπατηρός, -ά, -όν (Μ)
ηπατικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ήπαρ, -ατος + κατάλ. -ηρός (πρβλ. αιματ-ηρός, δαπαν-ηρός)].