ἡπατηρός

From LSJ

θυγάτριον ὡραῖον ἤδη γάμου → a girl already of marriageable age | a daughter, already marriageable

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἡπᾰτηρός Medium diacritics: ἡπατηρός Low diacritics: ηπατηρός Capitals: ΗΠΑΤΗΡΟΣ
Transliteration A: hēpatērós Transliteration B: hēpatēros Transliteration C: ipatiros Beta Code: h(pathro/s

English (LSJ)

ά, όν, = ἡπατικός, δυσεντερία Steph.in Hp.1.130 D., Paul.Aeg.3.42.

German (Pape)

[Seite 1173] = ἡπατικός, Medic.

Greek Monolingual

ἡπατηρός, -ά, -όν (Μ)
ηπατικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ήπαρ, -ατος + κατάλ. -ηρός (πρβλ. αιματηρός, δαπανηρός)].