ημιμερής

From LSJ
Revision as of 09:40, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

Ἴση λεαίνης καὶ γυναικὸς ὠμότης → Feritas leaenae quanta, tanta et feminae → Der Löwin Wildheit ist die selbe wie der Frau

Menander, Monostichoi, 267

Greek Monolingual

ἡμιμερής, -ές (Μ)
ο μισός, αυτός που αποτελεί μισό μερίδιο, που συνίσταται από μισό μέρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ημι- + -μερής (< μέρος), πρβλ. μονο-μερής, πολυ-μερής].