ημιμερής

From LSJ

ὡς τρὶς ἂν παρ' ἀσπίδα στῆναι θέλοιμ' ἂν μᾶλλοντεκεῖν ἅπαξ → I would rather stand three times with a shield in battle than give birth once

Source

Greek Monolingual

ἡμιμερής, -ές (Μ)
ο μισός, αυτός που αποτελεί μισό μερίδιο, που συνίσταται από μισό μέρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ημι- + -μερής (< μέρος), πρβλ. μονομερής, πολυμερής].