Οὔτοι ποθ' οὑχθρός, οὐδ' ὅταν θάνῃ, φίλος → One's enemy does not become one's friend when they die
ἡμεροθαλλής ή ήμεροθηλής, -ές (Α)αυτός που βλαστάνει μέρα με τη μέρα, σιγά σιγά.[ΕΤΥΜΟΛ. < ημερ(ο)- + -θαλλής (< θάλ-λω), πρβλ. α-θαλλής, ιερο-θαλλής].