ἀλλὰ τῷ ὕψει τῶν θείων ἐντολῶν σου → but by the sublimity of thy divine commandments
ἡμεροθαλλής ή ήμεροθηλής, -ές (Α)αυτός που βλαστάνει μέρα με τη μέρα, σιγά σιγά.[ΕΤΥΜΟΛ. < ημερ(ο)- + -θαλλής (< θάλ-λω), πρβλ. αθαλλής, ιεροθαλλής].