θαλαμίσκος

From LSJ
Revision as of 09:34, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

Πρὸς υἱὸν ὀργὴν οὐκ ἔχει χρηστὸς πατήρ → Boni parentis ira nulla in filium → Ein guter Vater zürnt nicht gegen seinen Sohn

Menander, Monostichoi, 451

Greek Monolingual

ο
(υποκορ. του θάλαμος)
1. μικρός θάλαμος, δωματιάκι
2. αστροναυτ. διαμέρισμα επανδρωμένου διαστημοπλοίου στο εσωτερικό του οποίου επιστρέφουν οι αστροναύτες στη γη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θάλαμος + κατάλ. υποκορ. -ισκος (πρβλ. λοφ-ίσκος, υπαλληλ-ίσκος). Η λ. μαρτυρείτλαι από το 1851 στο περ. (Νέα) Πανδώρα].