ηνιορράφος

From LSJ
Revision as of 09:32, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

Μὴ σπεῦδ', ἃ μὴ δεῖ, μηδ', ἃ δεῖ, σπεύδειν μένε → Ne agas celeria tarde, aut tarda celeriter → Unnötiges tu nicht, was nötig ist, tu gleich

Menander, Monostichoi, 344

Greek Monolingual

ἡνιορράφος, ὁ (Α)
αυτός που ράβει ηνία, χαλινούς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ηνίο + -ρραφος (< ραφή), πρβλ. ιστιο-ρράφος, μηχανο-ρράφος].