ηνιορράφος

From LSJ

Μένει δ' ἑκάστῳ τοῦθ', ὅπερ μέλλει, παθεῖν → Quod destinatum sorte, non fugies pati → Ein jeder muss das leiden, was er leiden soll

Menander, Monostichoi, 349

Greek Monolingual

ἡνιορράφος, ὁ (Α)
αυτός που ράβει ηνία, χαλινούς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ηνίο + -ρραφος (< ραφή), πρβλ. ιστιορράφος, μηχανορράφος].