θυλακίσκιον

From LSJ
Revision as of 09:45, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

οἱ τότε ἤρχοντο εἰς τὴν νῆσον → they were then coming to the island

Source

German (Pape)

[Seite 1222] τό, dim. zum Folgdn, Ar. bei Poll. 10, 172, Bekker aber lies't θυλακίσκος.

Greek Monolingual

θυλακίσκιον, τὸ (Α)
υποκορ. του θυλακίσκος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θυλακίσκος + υποκορ. κατάλ. -ιον (πρβλ. κοράσ-ιον, παιδ-ίον)].

Russian (Dvoretsky)

θῡλᾰκίσκιον: τό мешочек Arph.