πικρὸν με ἀπαιτεῖς ἐνοίκιον → you ask too much of me, you demand a bitter rent from me
ἡμίψυχος, -ον (Α)μισοξεψυχισμένος, ημιθανής.[ΕΤΥΜΟΛ. < ημι- + -ψυχος (< ψυχή), πρβλ. ά-ψυχος, πονό-ψυχος].