ἔσσεται ἦμαρ ὅτ' ἄν ποτ' ὀλώλῃ Ἴλιος ἱρή → the day shall come when sacred Ilios shall be laid low
ἱππαλέος, -α, -ον (Α) ίπποςμτγν. ποιητ. τ. αντί ιππικός.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἵππ-ος + κατάλ. -αλέος (πρβλ. διψ-αλέος, πειν-αλέος)].