Ἢ ζῆν ἀλύπως, ἢ θανεῖν εὐδαιμόνως → Felicis aevum sine malis agere aut mori → Ein Leben ohne Betrübnis oder ein seliger Tod
ἱππαλέος, -α, -ον (Α) ίπποςμτγν. ποιητ. τ. αντί ιππικός.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἵππ-ος + κατάλ. -αλέος (πρβλ. διψαλέος, πειναλέος)].