ιππαλέος

From LSJ

ζῆν ἀλύπως, ἢ θανεῖν εὐδαιμόνως → Felicis aevum sine malis agere aut mori → Ein Leben ohne Betrübnis oder ein seliger Tod

Menander, Monostichoi, 202

Greek Monolingual

ἱππαλέος, -α, -ον (Α) ίππος
μτγν. ποιητ. τ. αντί ιππικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἵππ-ος + κατάλ. -αλέος (πρβλ. διψαλέος, πειναλέος)].