ισχιαλγία

From LSJ
Revision as of 10:09, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

πλέων επί οίνοπα πόντον επ' αλλοθρόους ανθρώπους → while sailing over the wine-dark sea to men of strange speech

Source

Greek Monolingual

η
νευραλγία του ισχιακού νεύρου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσχιο- + -αλγία (< -αλγής < ἄλγος), πρβλ. κεφαλ-αλγία, μυ-αλγία].