τοῖσι ἐμφανέσι τὰ μὴ γινωσκόμενα τεκμαιρόμενος → judge of the unknown by the known
ἰόδετος, -ον (Α)δεμένος ή πλεγμένος με ία («ἰοδέτων στεφάνων», Πίνδ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < ἴον + -δετος (< δέω «δένω»), πρβλ. σκυρό-δετος, χρυσό-δετος].