ἰόδετος
Ἀνὴρ δίκαιός ἐστιν οὐχ ὁ μὴ ἀδικῶν, ἀλλ' ὅστις ἀδικεῖν δυνάμενος μὴ βούλεται → Non iustus omnis abstinens iniuriae est, sed qui nocere quum potest, tunc abstinet → Gerecht ist nicht schon der Mann, der kein Unrecht tut, sondern wer Unrecht tuen könnte, doch nicht will
English (LSJ)
ἰόδετον, (δέω) violet-twined, στέφανοι Pi.Fr.75.6.
German (Pape)
[Seite 1255] aus Veilchen gebunden, geflochten. Bei Pind. frg. 45, 6 vermuthet Böckh ἰοδέτης.
Russian (Dvoretsky)
ἰόδετος: (ῑ) сплетенный из фиалок (στέφανοι Pind.).
Greek (Liddell-Scott)
ἰόδετος: -ον, (δέω) δεδεμένος ἢ πεπλεγμένος δι’ ἴων, ἰοδέτων στεφάνων Πινδ. Ἀποσπ. 45.
English (Slater)
ῐόδετος violet bound ἰοδέτων λάχετε στεφάνων fr. 75. 6.
Greek Monolingual
ἰόδετος, -ον (Α)
δεμένος ή πλεγμένος με ία («ἰοδέτων στεφάνων», Πίνδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἴον + -δετος (< δέω «δένω»), πρβλ. σκυρόδετος, χρυσόδετος].