Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ιόδετος

From LSJ

Κενῆς δὲ δόξης οὐδὲν ἀθλιώτερον → Nihil est inani gloria infelicius → Als leerer Ruhm jedoch ist nichts unseliger

Menander, Monostichoi, 289

Greek Monolingual

ἰόδετος, -ον (Α)
δεμένος ή πλεγμένος με ία («ἰοδέτων στεφάνων», Πίνδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἴον + -δετος (< δέω «δένω»), πρβλ. σκυρόδετος, χρυσόδετος].