ιόδετος
From LSJ
Κενῆς δὲ δόξης οὐδὲν ἀθλιώτερον → Nihil est inani gloria infelicius → Als leerer Ruhm jedoch ist nichts unseliger
Greek Monolingual
ἰόδετος, -ον (Α)
δεμένος ή πλεγμένος με ία («ἰοδέτων στεφάνων», Πίνδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἴον + -δετος (< δέω «δένω»), πρβλ. σκυρόδετος, χρυσόδετος].