μικρὰ παρεμπορευσαμέναις τῆς ἀφροδίτης → little love commerce, little divertisements with Aphrodite
ηη χαμηλοβλεπούσα.[ΕΤΥΜΟΛ. < κάτω + -βλεπούσα (< βλέπω), πρβλ. αγγελο-βλεπούσα, χαμηλο-βλεπούσα].