τοῖσι ἐμφανέσι τὰ μὴ γινωσκόμενα τεκμαιρόμενος → judge of the unknown by the known
τοκαλάθι.[ΕΤΥΜΟΛ. < καλάθι + -ούρι (πρβλ. αναθεματ-ούρι, μελαν-ούρι)].