ἀλώπηξ, αἰετοῦ ἅ τ' ἀναπιτναμένα ῥόμβον ἴσχει → a fox, which, by spreading itself out, wards off the eagle's swoop
τοκαλάθι.[ΕΤΥΜΟΛ. < καλάθι + -ούρι (πρβλ. αναθεματούρι, μελανούρι)].