καταφύγιο
From LSJ
θεὸς δ' ἁμαρτάνουσιν οὐ παρίσταται → God doesn't stand by those who do wrong → A peccatore sese numen segregat → Ein Gott steht denen, die da freveln, niemals bei
Greek Monolingual
και καταφύγι, το (AM καταφύγιον)
1. τόπος ή πρόσωπο όπου καταφεύγει κάποιος για να βρει βοήθεια, σωτηρία ή προστασία
2. κρυψώνας
νεοελλ.
στρ. υπόγειος χώρος που προορίζεται για την προστασία στρατιωτικού προσωπικού ή άμαχου πληθυσμού από τα θραύσματα, το ωστικό κύμα ή και τα άμεσα πλήγματα εκρηκτικών, κυρίως, βλημάτων («αντιαεροπορικό καταφύγιο»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + -φύγιον (-φυγος < -φυξ < θ. φυγ- του φεύγω, πρβλ. αόρ. β' ἔ-φυγ-ον), πρβλ. προσ-φύγιον, συμ-φύγιον].