κηφηναρειό

From LSJ
Revision as of 13:25, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

Ἤθους δικαίου φαῦλος οὐ ψαύει λόγος → Vox prava non pertingit ad mores bonos → Verkommne Rede rührt nicht an gerechte Art

Menander, Monostichoi, 214

Greek Monolingual

το
1. σύνολο οκνηρών και παράσιτων ανθρώπων
2. ο τόπος στον οποίο ζουν οκνηρά άτομα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κηφήνας + κατάλ. -αρειό (πρβλ. γυφτ-αρειό, τεμπελ-αρειό)].