καλόγλωσσος

Revision as of 13:20, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

German (Pape)

[Seite 1312] mit schöner Sprache, Sp.

Greek Monolingual

-η, -ο (Μ καλόγλωττος, -ον)
νεοελλ.
αυτός που μιλά με καλά λόγια, ο γλυκομίλητος
μσν.
ο εύγλωττος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καλ(ο)- + -γλωσσος (< γλῶσσα), πρβλ. ηδύ-γλωσσος, πολύ-γλωσσος].