καλόγλωσσος
German (Pape)
[Seite 1312] mit schöner Sprache, Sp.
Greek Monolingual
-η, -ο (Μ καλόγλωττος, -ον)
νεοελλ.
αυτός που μιλά με καλά λόγια, ο γλυκομίλητος
μσν.
ο εύγλωττος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καλ(ο)- + -γλωσσος (< γλῶσσα), πρβλ. ηδύ-γλωσσος, πολύ-γλωσσος].