εύγλωττος

From LSJ

Δίκαιον εὖ πράττοντα μεμνῆσθαι θεοῦ → Die tuenda memoria in rebus bonis → Wenn es dir gut geht, denk an Gott, dies ist gerecht

Menander, Monostichoi, 118

Greek Monolingual

-η, -ο (ΑΜ εὔγλωττος και εὔγλωσσος, -ον)
αυτός που χειρίζεται με ευκολία τον λόγο, που εκφράζεται με σαφήνεια και πειστικότητα, ο ευφραδήςεύγλωττος ρήτωρ»)
αρχ.
1. (για την αττική διάλεκτο) αυτός που ηχεί γλυκά
2. αυτός που λύνει τη γλώσσα κάποιου, που τον κάνει να μιλάει («εὔγλωσσος οἶνος»)
3. το ουδ. ως ουσ. τὸ εὔγλωττον
η ευφράδεια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -γλωττος (< γλώττα), πρβλ. άγλωττος, δίγλωττος].