εύγλωττος

From LSJ

Λίαν φιλῶν σεαυτὸν οὐχ ἕξεις φίλον → Amans sui ipse nimis amicu'st nemini → Wer allzu sehr sich selbst liebt, findet keinen Freund

Menander, Monostichoi, 310

Greek Monolingual

-η, -ο (ΑΜ εὔγλωττος και εὔγλωσσος, -ον)
αυτός που χειρίζεται με ευκολία τον λόγο, που εκφράζεται με σαφήνεια και πειστικότητα, ο ευφραδήςεύγλωττος ρήτωρ»)
αρχ.
1. (για την αττική διάλεκτο) αυτός που ηχεί γλυκά
2. αυτός που λύνει τη γλώσσα κάποιου, που τον κάνει να μιλάει («εὔγλωσσος οἶνος»)
3. το ουδ. ως ουσ. τὸ εὔγλωττον
η ευφράδεια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -γλωττος (< γλώττα), πρβλ. άγλωττος, δίγλωττος].