εύγλωττος
From LSJ
Λίαν φιλῶν σεαυτὸν οὐχ ἕξεις φίλον → Amans sui ipse nimis amicu'st nemini → Wer allzu sehr sich selbst liebt, findet keinen Freund
Greek Monolingual
-η, -ο (ΑΜ εὔγλωττος και εὔγλωσσος, -ον)
αυτός που χειρίζεται με ευκολία τον λόγο, που εκφράζεται με σαφήνεια και πειστικότητα, ο ευφραδής («εύγλωττος ρήτωρ»)
αρχ.
1. (για την αττική διάλεκτο) αυτός που ηχεί γλυκά
2. αυτός που λύνει τη γλώσσα κάποιου, που τον κάνει να μιλάει («εὔγλωσσος οἶνος»)
3. το ουδ. ως ουσ. τὸ εὔγλωττον
η ευφράδεια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -γλωττος (< γλώττα), πρβλ. άγλωττος, δίγλωττος].