κοντυλομάχαιρο
From LSJ
Κύριε, βοήθησον τὸν δοῦλον σου Νῖλον κτλ. → Lord, help your slave Nilos ... (mosaic inscription from 4th-cent. church in the Negev)
Greek Monolingual
και κονδυλομάχαιρο, το (Μ κονδυλομάχαιρο[ν]
μαχαιράκι για το ξύσιμο κοντυλιού ή μολυβιού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοντύλι + μαχαίρι (πρβλ. τραπεζο-μάχαιρο, χασαπο-μάχαιρο)].