οὐκ ἔστι γῆρας τοῦδε τοῦ μιάσματος → that pollution never wears out, that pollution can never grow old
κουρόφιλος, -ον (Α)αυτός που αγαπά τους νέους.[ΕΤΥΜΟΛ. < κοῦρος (Ι) + -φιλος (< φίλος), πρβλ. θεό-φιλος, παιδό-φιλος].