κομματούλι

From LSJ
Revision as of 13:40, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

ὁ δ' εὖ ἔρδων θεοὺς ἐλπίδι κυδροτέρᾳ σαίνει κέαρ → but he who does well to the gods cheers his heart with a more glorious hope

Source

Greek Monolingual

και κομματσούλι, το (Μ κομματούλι και κομματσούλι)
μικρό κομμάτι, κομματάκι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κομμάτι + υποκορ. κατάλ. -ούλι (πρβλ. περιοδικ-ούλι, χερ-ούλι). Ο τ. κομματσούλι σχηματίστηκε με τσιτακισμό (τροπή του -τ- και -κ- σε -τσ-)].