πικρὸν με ἀπαιτεῖς ἐνοίκιον → you ask too much of me, you demand a bitter rent from me
ηη μυρωδιά του κρέατος.[ΕΤΥΜΟΛ. < κρέας + κατάλ. -ίλα (πρβλ. καπν-ίλα, ψαρ-ίλα)].