Δίκαιος ἐὰν ᾖς, πανταχοῦ τῷ τρόπῳ χρήσῃ νόμῳ († λαληθήσῃ) → Si iustus es pro lege tibi mores erunt → Bist du gerecht, ist dein Charakter dir Gesetz (wirst du in aller Munde sein)
Full diacritics: κωμάδιος | Medium diacritics: κωμάδιος | Low diacritics: κωμάδιος | Capitals: ΚΩΜΑΔΙΟΣ |
Transliteration A: kōmádios | Transliteration B: kōmadios | Transliteration C: komadios | Beta Code: kwma/dios |
[ᾰ], α, ον, A of a κῶμος, Sch.D.T.p.542 H.
κωμάδιος, -ία, -ον (Α)
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον κώμο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κῶμος + κατάλ. -άδιος (πρβλ. κρυπτ-άδιος, λαμπ-άδιος)].