κρομμυδίτσιν
From LSJ
ἀκίνδυνοι δ' ἀρεταὶ οὔτε παρ' ἀνδράσιν οὔτ' ἐν ναυσὶ κοίλαις τίμιαι → but excellence without danger is honored neither among men nor in hollow ships
Greek Monolingual
κρομμυδίτσιν και κρομμυδίτζιν, τὸ (Μ)
μικρό κρεμμύδι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κρομμύδιν + μσν. υποκορ. κατάλ. -ίτσιν (πρβλ. κουλλουρ-ίτσιν, κρασ-ίτσιν)].