κρηνοῡχος, -ον (Α)(για τον Ποσειδώνα) προστάτης τών κρηνών.[ΕΤΥΜΟΛ. < κρήνη + κατάλ. -οῦχος (< ἔχω), πρβλ. πολι-ούχος, τροπαι-ούχος].