κρηνούχος
From LSJ
ἤτοι ἐμοὶ τρεῖς μὲν πολὺ φίλταταί εἰσι πόληες Ἄργός τε Σπάρτη τε καὶ εὐρυάγυια Μυκήνη → The three cities I love best are Argos, Sparta, and Mycenae of the broad streets
Greek Monolingual
κρηνοῦχος, -ον (Α)
(για τον Ποσειδώνα) προστάτης τών κρηνών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κρήνη + κατάλ. -οῦχος (< ἔχω), πρβλ. πολιούχος, τροπαιούχος].