Ψεύδει γὰρ ἡ ‘πίνοια τὴν γνώμην → A second thought proves one's first thought false
κρηνοῦχος, -ον (Α)(για τον Ποσειδώνα) προστάτης τών κρηνών.[ΕΤΥΜΟΛ. < κρήνη + κατάλ. -οῦχος (< ἔχω), πρβλ. πολιούχος, τροπαιούχος].