λεπτότεχνος
From LSJ
κρείσσων ἐναρχόμενος βοηθῶν καρδίᾳ τοῦ ἐπαγγελλομένου καὶ εἰς ἐλπίδα ἄγοντος· δένδρον γὰρ ζωῆς ἐπιθυμία ἀγαθή (Proverbs 13.12 LXX) → One who sincerely sets about helping is better than one who makes promises leading to hope; for a kindly urge is a tree of life.
Greek Monolingual
-η, -ο
επεξεργασμένος με λεπτότητα, ψιλοδουλεμένος, λεπτουργημένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λεπτ(ο)- + -τεχνος (< τέχνη), πρβλ. ά-τεχνος, πολύ-τεχνος].