λαγόχειλος
From LSJ
Ψεῦδος δὲ μισεῖ πᾶς σοφὸς καὶ χρήσιμος → Mendacium odit, qui vir est frugi et sapit → Die Lüge hasst der Weise und der Ehrenmann
Greek Monolingual
και λαγώχειλος, -η, -ο (Α λαγώχειλος, -ον)
1. αυτός που παρουσιάζει λαγοχειλία
2. το ουδ. ως ουσ. το λαγώχειλο(ν)
η λαγοχειλία.
[ΕΤΥΜΟΛ. λαγός + χεῖλος (πρβλ. ισό-χειλος, παχύ-χειλος].