λιπόθυμος

From LSJ
Revision as of 14:30, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

ἀφ' ἡμέρας γίνεσθαι ἐν τῷ Μουσείῳ → in the Museum from early in the day

Source

Greek Monolingual

-η, -ο
αυτός που λιποθύμησε.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λιπ(ο)- + θυμός (πρβλ. καρτερό-θυμος, οξύ-θυμος). Ο τ. πλάστηκε στους νεώτερους χρόνους προφανώς κατ' επίδραση τών αρχ. λιποθυμώ, λιποθυμία. Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στο Λεξικόν ελληνογαλλικόν του Νικ. Κοντόπουλου].