κρατάρχης
From LSJ
Πᾶσιν γὰρ εὖ φρονοῦσι συμμαχεῖ τύχη → Sapientibus Fortuna se fert opiferam → Mit allen, die klug denken, steht das Glück im Bund
Greek (Liddell-Scott)
κρατάρχης: ὁ, αὐτοκράτωρ, Ἐφρ. Καισ. 807, κτλ.
Greek Monolingual
κρατάρχης, ὁ (Μ)
ηγεμόνας, αυτοκράτορας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κράτος + ἄρχης (< ἄρχω), πρβλ. νομ-άρχης, στρατ-άρχης].