λυκή

From LSJ
Revision as of 14:35, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

Ζῶμεν γὰρ οὐχ ὡς θέλομεν, ἀλλ' ὡς δυνάμεθα → Ut quimus, haud ut volumus, aevum ducimus → nicht wie wir wollen, sondern können, leben wir

Menander, Monostichoi, 190

Greek Monolingual

λυκῆ, ἡ (ΑM, Α και ασυναίρ. τ. λυκέη)
1. δέρμα λύκου
2. περικεφαλαία από δέρμα λύκου
μσν.
φρ. «λυκὲς πράσσω» — ξεμυαλίζω, παραπλανώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. λυκέη < λύκος + επίθημα -έη δηλωτικό δερμάτων ζώων (πρβλ. λεοντ-έη, παρδαλ-έη)].