λιποδεψία

From LSJ
Revision as of 14:32, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

Μὴ κρῖν' ὁρῶν τὸ κάλλος, ἀλλὰ τὸν τρόπον → Mores in arbitrando, non faciem vide → Nach dem Charakter, nicht nach Schönheit urteile

Menander, Monostichoi, 333

Greek Monolingual

η
η κατεργασία δερμάτων άγριων ή ήμερων ζώων με λίπος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λίπος + -δεψία (< -δέψης < δέφω «κατεργάζομαι δέρματα»), πρβλ. βυρσο-δεψία, ρινο-δεψία].