λιποδεψία
From LSJ
Μὴ κρῖν' ὁρῶν τὸ κάλλος, ἀλλὰ τὸν τρόπον → Mores in arbitrando, non faciem vide → Nach dem Charakter, nicht nach Schönheit urteile
Greek Monolingual
η
η κατεργασία δερμάτων άγριων ή ήμερων ζώων με λίπος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λίπος + -δεψία (< -δέψης < δέφω «κατεργάζομαι δέρματα»), πρβλ. βυρσο-δεψία, ρινο-δεψία].