λιποδεψία
From LSJ
Θεὸς πέφυκεν, ὅστις οὐδὲν δρᾷ κακόν → Deus est, qui nihil admisit umquam in se mali → Es ist ein göttlich Wesen, wer nichts Schlechtes tut
Greek Monolingual
η
η κατεργασία δερμάτων άγριων ή ήμερων ζώων με λίπος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λίπος + -δεψία (< -δέψης < δέφω «κατεργάζομαι δέρματα»), πρβλ. βυρσοδεψία, ρινοδεψία].