λιποδεψία
From LSJ
Περὶ τῶν Ἱπποκράτους καὶ Πλάτωνος δογμάτων → On the Doctrines of Hippocrates and Plato
Greek Monolingual
η
η κατεργασία δερμάτων άγριων ή ήμερων ζώων με λίπος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λίπος + -δεψία (< -δέψης < δέφω «κατεργάζομαι δέρματα»), πρβλ. βυρσοδεψία, ρινοδεψία].