λογχοδόκη

From LSJ
Revision as of 14:45, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

τὸ αὐτοφυὲς κρεῖττον τοῦ ἑτεροδιδάκτου → what is inborn is better than what is taught by others

Source

Greek Monolingual

η
δερμάτινη θήκη της σαγής τών λογχοφόρων ιππέων μέσα στην οποία στηριζόταν το κάτω άκρο της λόγχης κατά την πορεία, αλλ. λογχοφόριο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λόγχος + -δόκη (< δέχομαι), πρβλ. δουρο-δόκη, οψο-δόκη. Η λ. μαρτυρείται από το 1870 στον Γρ. Χαντσερή].