μαντείος
From LSJ
Ἰσχυρότερον δέ γ' οὐδέν ἐστι τοῦ λόγου → Oratione nulla vis superior → Nichts ist gewiss gewaltiger als die Vernunft | Nichts ist gewiss gewalt'ger als der Rede Kraft
Greek Monolingual
μαντεῑος, -ον, θηλ. και -εία, ιων. τ. μαντήϊος, -η, -ον (Α)
1. (ποιητ. τ.) μαντικός, προφητικός
2. αυτός που ανήκει στον μάντη ή χρησιμοποιείται από τον μάντη
3. φρ. α) «μαντεῑος ἄναξ» — ο Απόλλων
β) «μαντεία σποδός» — η τέφρα που υπήρχε πάνω στον βωμό (Σοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μάντις + κατάλ. -εῖος (πρβλ. οικ-είος, χαλκ-είος)].