μακρομάλλης
From LSJ
Ἡ δ' ἁρπαγὴ μέγιστον ἀνθρώποις κακόν → Vitiorum hominibus pessimum est rapacitas → Der Menschen schlimmstes Laster ist die Gier nach Raub
Greek Monolingual
και μακρυμάλλης, -α, -ικο, θηλ. και μακρομαλλούσα και μακρομαλλού (Μ μακρυμάλλης)
αυτός που έχει μακριά μαλλιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μακρ(ο)- + -μάλλης (< μαλλί), πρβλ. ξανθο-μάλλης, σγουρο-μάλλης].