κροταλίας

From LSJ
Revision as of 14:00, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

Χωρὶς γυναικὸς ἀνδρὶ κακὸν οὐ γίγνεται → Non ullum sine muliere fit malum viro → Kein Unglück widerfährt dem Mann, der ledig bleibt

Menander, Monostichoi, 541

Greek Monolingual

ο
ζωολ. γένος δηλητηριωδών φιδιών της οικογένειας viperidae τα οποία φέρουν στην ουρά τους κρόταλο, αποτελούμενο από κεράτινα αρθρωτά τμήματα, που παράγει χαρακτηριστικό ήχο όταν η ουρά πάλλεται.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. crotalus < νεώτ. λατ. crotalus, άλλος τ. του λατ. crotalum < κρόταλον. Η λ. εμφανίζει το επίθημα -ίας, που χαρακτηρίζει, συχνά, ονομασίες ζώων (πρβλ. καρχαρ-ίας, ξιφ-ίας)].